- μιθριδατισμός
- οβαθμιαίος εθισμός του οργανισμού σε δηλητηριώδεις ουσίες για να αποφύγει τη δηλητηρίαση (από το όνομα του βασιλιά Μιθριδάτη ΣT’ ο οποίος είχε συνηθίσει σε τέτοιες ουσίες).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.